- αμυλένιο
- Ακόρεστος υδρογονάνθρακας, του τύπου C5H1O που ανήκει στη σειρά των αλκενίων. Παρασκευάζεται με αφυδάτωση της αμυλικής αλκοόλης με θειικό οξύ ή με χλωριούχο ψευδάργυρο. Είναι σώμα υγρό, αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό στον αιθέρα και στην αλκοόλη, ενώ το ειδικό βάρος του είναι μικρότερο από αυτό του νερού. To α. παρουσιάζεται σε δύο στερεοϊσομερείς μορφές, cis και trans, που έχουν μικρές διαφορές στις φυσικές τους ιδιότητες.
α., υδρίτης.Ονομασία της οργανικής ένωσης 2-μεθυλο-βουτανόλη-2. Παρασκευάζεται από το α. με ενυδάτωση και χρησιμοποιείται στη θεραπευτική ως υπνωτικό.
* * *ή πεντένιο, το Χημ.ακόρεστος υδρογονάνθρακας με τύπο C5H10, ο οποίος βρίσκεται στη φυσική βενζίνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. amylene < amyl (πρβλ. αμύλιο) + κατάλ. -ene (πρβλ. -ένιο)].
Dictionary of Greek. 2013.